Πομπηία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πομπηία | ||
| γενική | της | Πομπηίας | ||
| αιτιατική | την | Πομπηία | ||
| κλητική | Πομπηία | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πομπηία < ελληνιστική κοινή Πομπήϊα < λατινική Pompeii[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pom.biˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐μπη‐ί‐α
Κύριο όνομα

Ο αρχαιολογικός χώρος της Πομπηίας
Πομπηία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- αρχαία πόλη της Ιταλίας η οποία καταστράφηκε μετά απο έκρηξη του ηφαιστείου του Βεζούβιου το 79 μ.Χ.
- ※ Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν έναν καλοδιατηρημένο σκελετό σε έναν τάφο στην Πομπηία που ρίχνει νέο φως στις τελετουργίες ταφής και τις πολιτισμικές δραστηριότητες στην αρχαία ρωμαϊκή πόλη, δήλωσαν σήμερα αξιωματούχοι.
- Αρχαιολογική ανακάλυψη: Στην Πομπηία ανέβαιναν θεατρικές παραστάσεις στα ελληνικά, Η Καθημερινή, 17 Αυγούστου 2021
- ※ Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν έναν καλοδιατηρημένο σκελετό σε έναν τάφο στην Πομπηία που ρίχνει νέο φως στις τελετουργίες ταφής και τις πολιτισμικές δραστηριότητες στην αρχαία ρωμαϊκή πόλη, δήλωσαν σήμερα αξιωματούχοι.
-
Πομπηία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πομπηία
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.