Πλάτωσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Πλάτωσι τα Πλάτωσια
      γενική του Πλατωσιού των Πλατωσιών
    αιτιατική το Πλάτωσι τα Πλάτωσια
     κλητική Πλάτωσι Πλάτωσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πλάτωσι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpla.to.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πλάτωσι

Κύριο όνομα

Πλάτωσι ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 306
  2. Άτλας της Ελλάδος, Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1965, σελ. 6 του pdf
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.