Πλάτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Πλάτωμα τα Πλατώματα
      γενική του Πλατώματος των Πλατωμάτων
    αιτιατική το Πλάτωμα τα Πλατώματα
     κλητική Πλάτωμα Πλατώματα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πλάτωμα < πλάτωμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpla.to.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πλάτωμα

Κύριο όνομα

Πλάτωμα ουδέτερο

  1. οικισμός της Μεσσηνίας
  2. κορυφή βουνού της Αττικής στα νοτιοδυτικά της Πάρνηθας[1]
     συνώνυμα: Πλάτωσι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 306
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.