Πηνελοπίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πηνελοπίτσα | οι | Πηνελοπίτσες |
| γενική | της | Πηνελοπίτσας | — | |
| αιτιατική | την | Πηνελοπίτσα | τις | Πηνελοπίτσες |
| κλητική | Πηνελοπίτσα | Πηνελοπίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πηνελοπίτσα < Πηνελόπ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ne.loˈpi.t͡sa/
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πηνελόπη
Πηνελοπίτσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.