Πηγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πηγή οι Πηγές
      γενική της Πηγής των Πηγών
    αιτιατική την Πηγή τις Πηγές
     κλητική Πηγή Πηγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πηγή <
για το όνομα < Χρυσοπηγή
για το τοπωνύμιο < πηγή

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πηγή

Κύριο όνομα

Πηγή θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Πηγή < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Πηγή θηλυκό

Αναφορές

  • Πηγή - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.