Χρυσοπηγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χρυσοπηγή οι Χρυσοπηγές
      γενική της Χρυσοπηγής των Χρυσοπηγών
    αιτιατική τη Χρυσοπηγή τις Χρυσοπηγές
     κλητική Χρυσοπηγή Χρυσοπηγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χρυσοπηγή < χρυσ(ή) + -ο- + πηγή

Κύριο όνομα

Χρυσοπηγή θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.