Παυλάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παυλάκης | οι | Παυλάκηδες |
| γενική | του | Παυλάκη | των | Παυλάκηδων |
| αιτιατική | τον | Παυλάκη | τους | Παυλάκηδες |
| κλητική | Παυλάκη | Παυλάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παυλάκης < Παύλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκης
Κύριο όνομα
Παυλάκης αρσενικό
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Павлакис
- λατινικοί χαρακτήρες: Pavlakis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.