Παυλάκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παυλάκης οι Παυλάκηδες
      γενική του Παυλάκη των Παυλάκηδων
    αιτιατική τον Παυλάκη τους Παυλάκηδες
     κλητική Παυλάκη Παυλάκηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παυλάκης < Παύλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκης

Κύριο όνομα

Παυλάκης αρσενικό

  1. υποκοριστικό, χαϊδευτικό ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Παυλάκη)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.