Παρθενώνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παρθενώνας οι Παρθενώνες
      γενική του Παρθενώνα
& Παρθενώνος
των Παρθενώνων
    αιτιατική τον Παρθενώνα τους Παρθενώνες
     κλητική Παρθενώνα Παρθενώνες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παρθενώνας < αρχαία ελληνική Παρθενῶν

Προφορά

ΔΦΑ : /paɾ.θeˈno.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παρθενώνας

Κύριο όνομα

Παρθενώνας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.