Παρθενώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παρθενώνας | οι | Παρθενώνες |
| γενική | του | Παρθενώνα & Παρθενώνος |
των | Παρθενώνων |
| αιτιατική | τον | Παρθενώνα | τους | Παρθενώνες |
| κλητική | Παρθενώνα | Παρθενώνες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παρθενώνας < αρχαία ελληνική Παρθενῶν
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɾ.θeˈno.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παρ‐θε‐νώ‐νας
Κύριο όνομα
Παρθενώνας αρσενικό
- (αρχαιολογία) αρχαιολογικός τόπος στην Αθήνα και αρχαίος ναός αφιερωμένος στην Αθηνά
- ※ Είναι, που αιθρίασεν, ο ουρανός χήτη του Πήγασου, ξανθή / του Παρθενώνα μοίρα, / ποτήρι και ξανάστροφα το κρεμεί ο Δίας για να χυθεί / τ' ονειροφώς πλημμύρα. (Κώστας Καρυωτάκης, Γυρισμός, στη συλλογή Νηπενθή, 1921)
- ↪ η οδός Παρθενώνος
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.