Παραλιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παραλιώτισσα οι Παραλιώτισσες
      γενική της Παραλιώτισσας των Παραλιωτισσών
    αιτιατική την Παραλιώτισσα τις Παραλιώτισσες
     κλητική Παραλιώτισσα Παραλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παραλιώτισσα < Παραλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παραλιώτισσα

Κύριο όνομα

Παραλιώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Παραλιώτης
  2. προσωνυμία της Παναγίας σε εκκλησία στη Σαμοθράκη

Συγγενικά

  •  και δείτε τις λέξεις Παραλία και Παράλιο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παραλιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.