Πάτσι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- Πάτσι < μεταγραφή για την αγγλική Patsy (υποκοριστικό κυρίως του Patricia, αλλά και ονομάτων που έχουν για πρώτη συλλαβή το Pat)
-
Πάτσι Κλάιν (Patsy Cline) στη Βικιπαίδεια
(1932-1963), Αμερικανίδα τραγουδίστρια της κάντρι και ποπ μουσικής
Ετυμολογία 2
- Πάτσι < μεταγραφή για την αλβανική Paci
- Συγγενή επώνυμα: νέα ελληνικά Πάτσης (ανδρικό) / Πάτση (γυναικείο)
Ετυμολογία 3
- Πάτσι < μεταγραφή για την ιταλική Pazzi
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.