Πάτσι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈt͡si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πάτσι
ομόηχα: Πάτση, Πάτσυ, πάτσι

Ετυμολογία 1

Πάτσι < μεταγραφή για την αγγλική Patsy (υποκοριστικό κυρίως του Patricia, αλλά και ονομάτων που έχουν για πρώτη συλλαβή το Pat)

Μεταγραφή

Πάτσι θηλυκό, άκλιτο


Ετυμολογία 2

Πάτσι < μεταγραφή για την αλβανική Paci
Συγγενή επώνυμα: νέα ελληνικά Πάτσης (ανδρικό) / Πάτση (γυναικείο)

Μεταγραφή

Πάτσι αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο


Ετυμολογία 3

Πάτσι < μεταγραφή για την ιταλική Pazzi

Μεταγραφή

Πάτσι αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.