πάτσι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈt͡si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάτσι
ομόηχα: Πάτση, Πάτσι, Πάτσυ

Ετυμολογία 1

πάτσι < (άμεσο δάνειο) ιταλική pace (ειρήνη) < λατινική pax < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂ǵ- / *peh₂ḱ-

Επίρρημα

πάτσι

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • (έρχομαι / είμαστε) πάτσι και πόστα: (έρχομαι / είμαστε) ισοπαλία

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

πάτσι < (μπας και) μεσαιωνική ελληνική μήν πᾶς καί [1]

Σύνδεσμος

πάτσι

Αναφορές

  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 250.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.