Ούτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ούτος οι Ούτοι
      γενική του Ούτου των Ούτων
    αιτιατική τον Ούτο τους Ούτους
     κλητική Ούτο Ούτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ούτος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈu.tɔs/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ούτος
ομόηχο: ούτως

Κύριο όνομα

Ούτος αρσενικό (θηλυκό Ούτου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.