Ούτο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

Ούτο < μεταγραφή για την αγγλική Uto, μεταγραφή για την ιαπωνική 宇土市 (Uto-shi)

Μεταγραφή

Ούτο ουδέτερο, άκλιτο


Ετυμολογία 2

Ούτο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Ούτο αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.