Ούννος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ούννος | οι | Ούννοι |
| γενική | του | Ούννου | των | Ούννων |
| αιτιατική | τον | Ούννο | τους | Ούννους |
| κλητική | Ούννε | Ούννοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ούννος < μεσαιωνική ελληνική Οὖννος < μεσοϊρανική
- Ούνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.