Ούννοι

Νέα ελληνικά (el)

Κύριο όνομα

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Ούννοι
      γενική των Ούννων
    αιτιατική τους Ούννους
     κλητική Ούννοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ούννοι αρσενικό, πληθυντικός

  • (εθνωνύμιο, ιστορία) των Ούννων που έζησε μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα στην Κεντρική Ασία, τον Καύκασο και την Ανατολική Ευρώπη

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Ούννοι αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.