Ούννοι
Νέα ελληνικά (el)
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Ούννοι | ||
| γενική | των | Ούννων | ||
| αιτιατική | τους | Ούννους | ||
| κλητική | Ούννοι | |||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ούννοι αρσενικό, πληθυντικός
- (εθνωνύμιο, ιστορία) των Ούννων που έζησε μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα στην Κεντρική Ασία, τον Καύκασο και την Ανατολική Ευρώπη
-
Ούννοι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.