Ντορής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ντορής οι Ντορήδες
      γενική του Ντορή των Ντορήδων
    αιτιατική τον Ντορή τους Ντορήδες
     κλητική Ντορή Ντορήδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ντορής < ντορής

Κύριο όνομα

Ντορής αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ντορή)
  2. (όνομα ζώου) όνομα για ιπποειδές, όπως αλόγου, γαϊδουριού ή μουλαριού
      Ο Ρήγας πήρε το Μίμη και πήγαν να δουν το στάβλο. Εκεί είδαν το άλογο, το Ντορή, που κουνούσε την ουρά του.
    Ι.Κ. Γιαννέλης - Γ.Κ. Σακκάς, Αλφαβητάριο, εικονογράφηση: Κώστας Γραμματόπουλος (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 41964), σ. 181.
     δείτε και το όνομα Ψαρής

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.