Ντηνιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ντηνιακός | οι | Ντηνιακοί |
| γενική | του | Ντηνιακού | των | Ντηνιακών |
| αιτιατική | τον | Ντηνιακό | τους | Ντηνιακούς |
| κλητική | Ντηνιακέ | Ντηνιακοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /di.ɲaˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ντι‐νια‐κός
Ετυμολογία 1
Κύριο όνομα
Ντηνιακός αρσενικό (θηλυκό Ντηνιακή)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Ντηνιακός
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ντηνιακός | οι | Ντηνιακοί |
| γενική | του | Ντηνιακού | των | Ντηνιακών |
| αιτιατική | τον | Ντηνιακό | τους | Ντηνιακούς |
| κλητική | Ντηνιακέ | Ντηνιακοί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Ντηνιακός < πατριδωνυμικό Ντηνιακός
Συγγενικά
- Τηνιακός (επώνυμο)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Ntiniakos, Diniakos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.