Νέστωρ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νέστωρ οι Νέστορες
      γενική του Νέστορος των Νεστόρων
    αιτιατική τον Νέστορα τους Νέστορες
     κλητική Νέστορ Νέστορες
Δείτε και το νεότερο «Νέστορας»
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νέστωρ < αρχαία ελληνική Νέστωρ

Κύριο όνομα

Νέστωρ, -ορος αρσενικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Νεστωρ-, Νεστορ-
ονομαστική Νέστωρ οἱ Νέστορες
      γενική τοῦ Νέστορος τῶν Νεστόρων
      δοτική τῷ Νέστορ τοῖς Νέστορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Νέστορ τοὺς Νέστορᾰς
     κλητική ! Νέστορ Νέστορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Νέστορε
γεν-δοτ τοῖν  Νεστόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νέστωρ, ήδη ομηρικό < νέομαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Νέστωρ αρσενικό

Συγγενικά

  • Νεστόρεος
  • Νεστόρειος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.