Μύλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μύλος | οι | Μύλοι |
| γενική | του | Μύλου | των | Μύλων |
| αιτιατική | τον | Μύλο | τους | Μύλους |
| κλητική | Μύλε | Μύλοι | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μύλος < μύλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.los/
- ομόηχο: Μήλος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μύ‐λος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Μύλος < → λείπει η ετυμολογία
Αναφορές
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.