Μύλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μύλος οι Μύλοι
      γενική του Μύλου των Μύλων
    αιτιατική τον Μύλο τους Μύλους
     κλητική Μύλε Μύλοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μύλος < μύλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.los/
ομόηχο: Μήλος
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μύλος

Κύριο όνομα

Μύλος αρσενικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Μύλος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Μύλος αρσενικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.