Μύλοι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Μύλοι
      γενική των Μύλων
    αιτιατική τους Μύλους
     κλητική Μύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μύλοι < μύλοι < πληθυντικός αριθμός του μύλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μύλοι

Κύριο όνομα

Μύλοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. ιστορικό χωριό της Αργολίδας
    στους Μύλους στρατοπέδευσε ο Κολωκοτρόνης πριν τη μάχη στα Δερβενάκια το 1822
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.