μυκηναίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυκηναίος η μυκηναία το μυκηναίο
      γενική του μυκηναίου της μυκηναίας του μυκηναίου
    αιτιατική τον μυκηναίο τη μυκηναία το μυκηναίο
     κλητική μυκηναίε μυκηναία μυκηναίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυκηναίοι οι μυκηναίες τα μυκηναία
      γενική των μυκηναίων των μυκηναίων των μυκηναίων
    αιτιατική τους μυκηναίους τις μυκηναίες τα μυκηναία
     κλητική μυκηναίοι μυκηναίες μυκηναία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυκηναίος < αρχαία ελληνική Μυκηναῖος

Επίθετο

μυκηναίος -α -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.