Μοναστηρακιώτης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μοναστηρακιώτης οι Μοναστηρακιώτες
      γενική του Μοναστηρακιώτη των Μοναστηρακιωτών
    αιτιατική τον Μοναστηρακιώτη τους Μοναστηρακιώτες
     κλητική Μοναστηρακιώτη Μοναστηρακιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μοναστηρακιώτης < Μοναστηράκ(ι) + -ιώτης

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.na.sti.ɾaˈco.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μοναστηρακιώτης

Κύριο όνομα

Μοναστηρακιώτης αρσενικό (θηλυκό Μοναστηρακιώτισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.