Ζώα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Ζώα | ||
| γενική | των | Ζώων | ||
| αιτιατική | τα | Ζώα | ||
| κλητική | Ζώα | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ζώα < ζώο στον πληθυντικό, (μεταφραστικό δάνειο) διαγλωσσική ορολογία Animalia < λατινική animalia < animalis (έμβιος)
-
Ζώα στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Ζώα < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.