Μιχαλάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μιχαλάκης | οι | Μιχαλάκηδες |
| γενική | του | Μιχαλάκη | των | Μιχαλάκηδων |
| αιτιατική | τον | Μιχαλάκη | τους | Μιχαλάκηδες |
| κλητική | Μιχαλάκη | Μιχαλάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μιχαλάκης < Μιχαλ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκης
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.