Μισιρλού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μισιρλού οι Μισιρλούδες
      γενική της Μισιρλούς των Μισιρλούδων
    αιτιατική τη Μισιρλού τις Μισιρλούδες
     κλητική Μισιρλού Μισιρλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μισιρλού < Μισιρλ(ής) + -ού < τουρκική Mısırlı (Αιγύπτιος) < Mısır < οθωμανική τουρκική مصر (mısır) < αραβική مصر (miṣr) < σημιτικής προέλευσης

Ουσιαστικό

Μισιρλού θηλυκό (αρσενικό Μισιρλής)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.