Μισιρλής
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μισιρλής | οι | Μισιρλήδες |
| γενική | του | Μισιρλή | των | Μισιρλήδων |
| αιτιατική | τον | Μισιρλή | τους | Μισιρλήδες |
| κλητική | Μισιρλή | Μισιρλήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Μισιρλής αρσενικό (θηλυκό Μισιρλού)
Μεταφράσεις
Μισιρλής
|
→ δείτε τη λέξη Αιγύπτιος |
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μισιρλής | οι | Μισιρλήδες & Μισιρλαίοι |
| γενική | του | Μισιρλή | των | Μισιρλήδων & Μισιρλαίων |
| αιτιατική | τον | Μισιρλή | τους | Μισιρλήδες & Μισιρλαίους |
| κλητική | Μισιρλή | Μισιρλήδες & Μισιρλαίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σαρρής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Мисирлис
- λατινικοί χαρακτήρες: Misirlis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.