Αιγύπτια
Νέα ελληνικά
(el)
→
λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Αιγύπτια
<
Αιγύπτι(ος)
+
-α
Κύριο όνομα
Αιγύπτια
θηλυκό
ή
Αιγυπτία
(
εθνικό όνομα
)
θηλυκό
του
Αιγύπτιος
Συγγενικά
Αιγύπτιος
Αίγυπτος
αιγυπτιακός
Μεταφράσεις
Αιγύπτια
αγγλικά
:
Egyptian
(en)
γαλλικά
:
Égyptienne
(fr)
γερμανικά
:
Ägypterin
(de)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.