Μεσοποτάμιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο Μεσοποτάμιος η Μεσοποτάμια το Μεσοποτάμιο
      γενική του Μεσοποτάμιου της Μεσοποτάμιας του Μεσοποτάμιου
    αιτιατική τον Μεσοποτάμιο τη Μεσοποτάμια το Μεσοποτάμιο
     κλητική Μεσοποτάμιε Μεσοποτάμια Μεσοποτάμιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι Μεσοποτάμιοι οι Μεσοποτάμιες τα Μεσοποτάμια
      γενική των Μεσοποτάμιων των Μεσοποτάμιων των Μεσοποτάμιων
    αιτιατική τους Μεσοποτάμιους τις Μεσοποτάμιες τα Μεσοποτάμια
     κλητική Μεσοποτάμιοι Μεσοποτάμιες Μεσοποτάμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Μεσοποτάμιος < μεσαιωνική ελληνική Μεσοποτάμιος < ελληνιστική κοινή Μεσοποταμία < αρχαία ελληνική μέσος + ποταμός

Κύριο όνομα

Μεσοποτάμιος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.