Μεξικό

η σημαία του Μεξικού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Μεξικό
      γενική του Μεξικού
    αιτιατική το Μεξικό
     κλητική Μεξικό
σπάνια χρησιμοποιείται η έκφραση "του Μεξικό"
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η τοποθεσία του Μεξικού

Ετυμολογία

Μεξικό < (άμεσο δάνειο) ισπανική México < νάουατλ Mēxihco (ονομασία της πρωτεύουσας των Αζτέκων)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ksiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μεξικό

Κύριο όνομα

Μεξικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. χώρα της Βόρειας Αμερικής, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη και επίσημη γλώσσα τα ισπανικά
  2. πρωτεύουσα του Μεξικού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.