Μεξικανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μεξικανός | οι | Μεξικανοί |
| γενική | του | Μεξικανού | των | Μεξικανών |
| αιτιατική | τον | Μεξικανό | τους | Μεξικανούς |
| κλητική | Μεξικανέ | Μεξικανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μεξικανός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Μεξικανός αρσενικό (θηλυκό Μεξικανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Μεξικό ή έχει μεξικανική υπηκοότητα
- Μεξικάνος (οικείο), Μεξικάνα (θηλυκό)
- μεξικανικός
- → και δείτε τη λέξη Μεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.