Μακαρόνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μακαρόνας | οι | Μακαρόνες & Μακάροναίοι |
| γενική | του | Μακαρόνα | των | — Μακάροναίων |
| αιτιατική | τον | Μακαρόνα | τους | Μακαρόνες & Μακάροναίοι |
| κλητική | Μακαρόνα | Μακαρόνες & Μακάροναίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.kaˈɾo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐κα‐ρό‐νας
- ομόηχο: Μακαρώνας
- τονικά παρώνυμα: Μακαρονάς, μακαρονάς
Μεταγραφές
- Βλ. Νέα Εστία, τόμ. 65 (1959), σ. 296.
- Βλ. Αδαμάντιος Κρασσαδάκης, Γλωσσολογία (Γενική) (Αθήνα, 1987), σ. 90.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.