Μακαρόνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μακαρόνας οι Μακαρόνες
& Μακάροναίοι
      γενική του Μακαρόνα των
Μακάροναίων
    αιτιατική τον Μακαρόνα τους Μακαρόνες
& Μακάροναίοι
     κλητική Μακαρόνα Μακαρόνες
& Μακάροναίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μακαρόνας < μακαρόνια + [1] (ο μακαρονάς), ή απλοποιημένη γραφή του επωνύμου Μακαρώνας (ο τόπος των μακαρίων· από το Μακάριος / μακάριος)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.kaˈɾo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μακαρόνας
ομόηχο: Μακαρώνας
τονικά παρώνυμα: Μακαρονάς, μακαρονάς

Κύριο όνομα

Μακαρόνας αρσενικό (θηλυκό Μακαρόνα)

επώνυμα:

Μεταγραφές

  1. Βλ. Νέα Εστία, τόμ. 65 (1959), σ. 296.
  2. Βλ. Αδαμάντιος Κρασσαδάκης, Γλωσσολογία (Γενική) (Αθήνα, 1987), σ. 90.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.