Λόφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λόφος | οι | Λόφοι |
| γενική | του | Λόφου | των | Λόφων |
| αιτιατική | τον | Λόφο | τους | Λόφους |
| κλητική | Λόφε | Λόφοι | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λόφος < λόφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λό‐φος
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Λόφος | οἱ | Λόφοι |
| γενική | τοῦ | Λόφου | τῶν | Λόφων |
| δοτική | τῷ | Λόφῳ | τοῖς | Λόφοις |
| αιτιατική | τὸν | Λόφον | τοὺς | Λόφους |
| κλητική ὦ! | Λόφε | Λόφοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λόφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Λόφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λόφος < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.