Λυσίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λυσίας | οι | Λυσίες |
| γενική | του | Λυσία | των | Λυσιών |
| αιτιατική | τον | Λυσία | τους | Λυσίες |
| κλητική | Λυσία | Λυσίες | ||
| Και αρχαία γενική ενικού Λυσίου. | ||||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λυσίας < αρχαία ελληνική Λυσίας (από το θέμα λυσί- του λύω + -ίας)
Κύριο όνομα
Λυσίας αρσενικό
- αρχαίος Συρακούσιος ρήτορας (445 π.Χ.–380 π.Χ.), ο οποίος έζησε στην Αθήνα και συνέγραψε πλήθος δικανικών λόγων.
- αρχαίο ανδρικό όνομα
-
Λυσίας στη Βικιπαίδεια

-
Λυσίας (όνομα) στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.