Λεχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λεχία οι Λεχίες
      γενική της Λεχίας των Λεχιών
    αιτιατική τη Λεχία τις Λεχίες
     κλητική Λεχία Λεχίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λεχία < μεσαιωνική ελληνική Λέχος + -ία < τουρκική Leh < ρωσική лях (ljax) < πρωτοσλαβική *lęxъ < *lęděninъ < *lędo +‎ *-ěninъ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lendʰ- (γη, ξηρά)

Κύριο όνομα

Λεχία θηλυκό

Συγγενικά

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.