Πόρτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Πόρτα < πόρτα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Πόρτα θηλυκό
- (παρωχημένο) η Υψηλή Πύλη
- ※ τὰ σύμφερα καὶ αἱ ὑποθέσεις τῆς Πόρτας καὶ τῆς Λεχίας (Εφημερίς, Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου 1791)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.