Λέχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λέχος οι Λέχοι
      γενική του Λέχου των Λέχων
    αιτιατική τον Λέχο τους Λέχους
     κλητική Λέχε Λέχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λέχος < μεσαιωνική ελληνική Λέχος < τουρκική Leh < ρωσική лях (ljax) < πρωτοσλαβική *lęxъ < *lęděninъ < *lędo +‎ *-ěninъ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lendʰ- (γη, ξηρά)

Κύριο όνομα

Λέχος αρσενικό

  • (εθνικό όνομα) (παρωχημένο) (18ος αιώνας) Πολωνός
      Διά γραμμάτων από 18 Δεκεμβρίου έφθασε και η κόπια της συμμαχικής συνθήκης αναμεταξύ των Λέχων και Τούρκων… (Εφημερίς, Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου 1791)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.