Λειψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Λειψία | οι | Λειψίες |
| γενική | της | Λειψίας | των | Λειψιών |
| αιτιατική | τη | Λειψία | τις | Λειψίες |
| κλητική | Λειψία | Λειψίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

χάρτης της Γερμανίας με τη θέση της Λειψίας
Προφορά
- ΔΦΑ : /liˈpsi.a/
-
Λειψία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.