Λειψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λειψία οι Λειψίες
      γενική της Λειψίας των Λειψιών
    αιτιατική τη Λειψία τις Λειψίες
     κλητική Λειψία Λειψίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χάρτης της Γερμανίας με τη θέση της Λειψίας

Ετυμολογία

Λειψία < γερμανική Leipzig < σλαβικής προέλευσης Lipsk < lipa (φλαμουριά)

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈpsi.a/

Κύριο όνομα

Λειψία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.