lipa
Πολωνικά
(pl)
Lipa
(1)
Ετυμολογία
lipa
<
σλαβικά
lipa
(
φλαμουριά
)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈlʲipa
/
Ουσιαστικό
lipa
(pl)
φλαμουριά
αφέψημα
που γίνεται από τα φύλλα της
φλαμουριάς
ψέμα
κάτι κακής
ποιότητας
(ιδίως κάποιο
κτίσμα
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.