Λαμπαδάριου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Λαμπαδάριου < γενική ενικού του αρσενικού Λαμπαδάριος
Προφορά
- ΔΦΑ : /lam.baˈða.ɾi.u/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐μπα‐δά‐ρι‐ου
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Ламбадариу
- λατινικοί χαρακτήρες: Lambadariou
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.