Κωφός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κωφός οι Κωφοί
      γενική του Κωφού των Κωφών
    αιτιατική τον Κωφό τους Κωφούς
     κλητική Κωφέ Κωφοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κωφός < παρωνύμιο κωφός, φωνητικός εξαρχαϊσμός του επωνύμου Κουφός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈfos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κωφός

Κύριο όνομα

Κωφός αρσενικό (θηλυκό Κωφού)

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310103. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 135.

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.