Κωφός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κωφός | οι | Κωφοί |
| γενική | του | Κωφού | των | Κωφών |
| αιτιατική | τον | Κωφό | τους | Κωφούς |
| κλητική | Κωφέ | Κωφοί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈfos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κω‐φός
- Κουφός
-
Ευάγγελος Κωφός (1934-1922) στη Βικιπαίδεια
, Έλληνας ιστορικός, εμπειρογνώμονας του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών για βαλκανικά θέματα
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kofos
Αναφορές
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 135.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.