Κουφός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κουφός οι Κουφοί
      γενική του Κουφού των Κουφών
    αιτιατική τον Κουφό τους Κουφούς
     κλητική Κουφέ Κουφοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κουφός < παρωνύμιο κουφός

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈfos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κουφός

Κύριο όνομα

Κουφός αρσενικό (θηλυκό Κουφού)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.