Κυριάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κυριάκος | οι | Κυριάκοι |
| γενική | του | Κυριάκου | των | Κυριάκων |
| αιτιατική | τον | Κυριάκο | τους | Κυριάκους |
| κλητική | Κυριάκο | Κυριάκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κυριάκος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Κῡρῐᾰκός < κυριακός < αρχαία ελληνική κύριος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciɾˈʝa.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυρ‐ιά‐κος
Συγγενικά
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Κυριάκος' στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
Κυριάκος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.