Κουφάλα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈfa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κουφάλα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κουφάλα οι Κουφάλες
      γενική της Κουφάλας των Κουφαλών
    αιτιατική την Κουφάλα τις Κουφάλες
     κλητική Κουφάλα Κουφάλες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κουφάλα < κουφάλα

Κύριο όνομα

Κουφάλα θηλυκό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Κουφάλα < γενική ενικού του αρσενικού Κουφάλας

Κύριο όνομα

Κουφάλα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Κουφάλα αρσενικό

Αναφορές

  1. ΦΕΚ 104Α, 11 Απριλίου 1951
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.