Κοτζαμάνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κοτζαμάνης | οι | Κοτζαμάνηδες |
| γενική | του | Κοτζαμάνη | των | Κοτζαμάνηδων |
| αιτιατική | τον | Κοτζαμάνη | τους | Κοτζαμάνηδες |
| κλητική | Κοτζαμάνη | Κοτζαμάνηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κοτζαμάνης < παρωνύμιο στην οθωμανική τουρκική قوجهمان (kòjamān), στα τουρκικά kocaman (μεγάλος) και ως επώνυμο Kocaman. Kυριολεκτικά, ο μεγαλόσωμος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kotzamanis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.