Κορωναίος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ɾoˈne.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ρω‐ναί‐ος
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κορωναίος | οι | Κορωναίοι |
| γενική | του | Κορωναίου | των | Κορωναίων |
| αιτιατική | τον | Κορωναίο | τους | Κορωναίους |
| κλητική | Κορωναίε | Κορωναίοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Κορωναίος αρσενικό (θηλυκό Κορωναία)
Μεταφράσεις
Κορωναίος
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κορωναίος | οι | Κορωναίοι |
| γενική | του | Κορωναίου | των | Κορωναίων |
| αιτιατική | τον | Κορωναίο | τους | Κορωναίους |
| κλητική | Κορωναίο | Κορωναίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Κορωναίος < πατριδωνυμικό Κορωναίος
- Κορωνιός (επώνυμο)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Koroneos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.