Κορωνιδιάτης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κορωνιδιάτης < Κορωνίδα + -ιάτης

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.ɾo.niˈðʝa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κορωνιδιάτης

Κύριο όνομα

Κορωνιδιάτης αρσενικό (θηλυκό Κορωνιδιάτισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.