Κορεάτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κορεάτισσα | οι | Κορεάτισσες |
| γενική | της | Κορεάτισσας | των | Κορεατισσών |
| αιτιατική | την | Κορεάτισσα | τις | Κορεάτισσες |
| κλητική | Κορεάτισσα | Κορεάτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Κορεάτισσα θηλυκό (αρσενικό Κορεάτης)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κορεάτης
Κορεάτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.