Κολονακιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κολονακιώτισσα | οι | Κολονακιώτισσες |
| γενική | της | Κολονακιώτισσας | των | Κολονακιωτισσών |
| αιτιατική | την | Κολονακιώτισσα | τις | Κολονακιώτισσες |
| κλητική | Κολονακιώτισσα | Κολονακιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κολονακιώτισσα < Κολονακιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα. Για τη γραφή με όμικρον → δείτε τη λέξη Κολωνάκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.lo.naˈco.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐λο‐να‐κιώ‐τισ‐σα
Μεταφράσεις
Κολονακιώτισσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.