Κολλυβάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κολλυβάς | οι | Κολλυβάδες |
| γενική | του | Κολλυβά | των | Κολλυβάδων |
| αιτιατική | τον | Κολλυβά | τους | Κολλυβάδες |
| κλητική | Κολλυβά | Κολλυβάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Κολλυβάς αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Κολλυβά)
- → δείτε και το επώνυμο Κολυβάς
- τοπωνύμιο της Κρήτης, στο νομό Ηρακλείου, στο Δήμο Μαλεβιζίου, στην Δημοτική Ενότητα Γαζίου
- (χριστιανισμός) προσωνυμία οπαδού μοναστικού - εκκλησιαστικού κινήματος → δείτε τον πληθυντικό Κολλυβάδες
- ※ Ο Κύπριος Αγιορείτης μοναχός Αγάπιος ο Κολλυβάς ήταν ένας από τους ηγέτες της αναγεννητικής κίνησης των Κολλυβάδων (@athonikoipateres)
- ※ Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος ο Κολλυβάς και διδάσκαλος του Γένους (Λάμπρος Κ. Σκόντζος @newsnowgr)
- ※ (αναφερόμενο στον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη) […] Ἀπεκλήθη καί αὐτός ὑποτιμητικά «Κολλυβᾶς», ἐπειδή ἐπέμενε στήν τήρηση τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδίᾳ δέ τό συκοφαντικό προσωνύμιο (impantokratoros.gr)
- ※ Παραμένει ένας «Κολλυβάς», με την έννοια τοϋ κληρικού πού πιστεύει στην άξία των παλιών θεσμών (Φαρίνου-Μαλαματάρη, Γεωργία (2005) Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη)
- ≈ συνώνυμα: κολλυβιστής (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
Κολλυβάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.