Κολλυβάδες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κολλυβάς | οι | Κολλυβάδες |
| γενική | του | Κολλυβά | των | Κολλυβάδων |
| αιτιατική | τον | Κολλυβά | τους | Κολλυβάδες |
| κλητική | Κολλυβά | Κολλυβάδες | ||
| Συνήθως στον πληθυντικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Κολλυβάδες αρσενικό, πρώτη πληθυντικού
- (χριστιανισμός) υποτιμητική προσωνυμία υποστηρικτές μοναστικού - εκκλησιαστικού κινήματος των Κολλυβάδων του μέσου του 19ου αιώνα που πρέσβευε ότι τα μνημόσυνα με κόλλυβα («μνημόσυνα μετά κολλύβων») δεν πρέπει να τελούνται την Κυριακή και τις δεσποτικές εορτές
- ※ Ο Κύπριος Αγιορείτης μοναχός Αγάπιος ο Κολλυβάς ήταν ένας από τους ηγέτες της αναγεννητικής κίνησης των Κολλυβάδων (@athonikoipateres)
- ※ Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας. (Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του, Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )
Συνώνυμα
- Κολλυβιστές (→ δείτε τη λέξη κολλυβιστής)
- Σαββατιανοί
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Κολλυβάδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Κολλυβάς (τοπωνύμιο, επώνυμο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.